- συηνίτης
- ο, Ν1. (πετρογρ.) καθένα από τα μέλη ομάδας πλουτώνιων εκρηξιγενών πετρωμάτων τα οποία αποτελούνται κυρίως από αλκαλικό άστριο και ένα σιδηρομαγνησιούχο ορυκτό2. φρ. «νεφελινικός συηνίτης»(πετρογρ.) μεσοκοκκο έως χονδρόκοκκο πλουτώνιο εκρηξιγενές πέτρωμα, μέλος τής ομάδας τών αλκαλικών συηνιτών το οποίο αποτελείται κυρίως από άστριο και νεφελίνη.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. syenite < λατ. Syenites < Syene, αρχαία πόλη τής Αιγύπτου + κατάλ. -ite].
Dictionary of Greek. 2013.